КЛАСТО — [κλαστικος (κлястикос)] раздробленный приставка в названиях реликтовых структур г. п., возникших в результате катаклаза; применяется в сочетании с названием исходной структуры, напр,… … Геологическая энциклопедия
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
πυροκλαστικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πυροκλαστικά υλικά» (πετρογρ.) θραυσματογενή προϊόντα βίαιων ηφαιστειακών εκρήξεων β) «πυροκλαστικά πετρώματα» (πετρογρ.) πετρώματα τα οποία σχηματίζονται από τις αποθέσεις τών παραπάνω υλικών γ) «πυροκλαστικά αναβλήματα» τα υλικά … Dictionary of Greek
υαλοκλαστικός — ή, ό, Ν (πετρογρ.) (για πέτρωμα) αυτός που αποτελείται από θραύσματα ηφαιστειακής υάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyaloclastique (< ύαλος + κλαστικός)] … Dictionary of Greek
υδροκλαστικός — ή, ό, Ν γεωλ. (για πετρώματα) αυτός που υπέστη καθίζηση υπό την επίδραση τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroclastic (< υδρ(ο) * + κλαστικός)] … Dictionary of Greek